- γλυκομίλημα
- το1. ευχάριστη συζήτηση, ευπροσηγορία2. ευχάριστος λόγος3. ερωτικός λόγος.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
γλυκομίλημα — το λόγος που εκφράζει τρυφερότητα ή έρωτα: Είναι τρελά ερωτευμένοι και δε σταματούν τα γλυκομιλήματα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ηδυλογία — η (Α ἡδυλογία) [ηδυλόγος] 1. το να μιλάει κάποιος γλυκά, ευχάριστα, η ευχάριστη ομιλία, το γλυκομίλημα 2. κολακεία, γαλιφιά αρχ. πληθ. αἱ ήδυλογίαι αστεϊσμοί … Dictionary of Greek
καλόπιασμα — το [καλοπιάνω] 1. περιποιητική συμπεριφορά, γλυκομίλημα, καλομεταχείριση, θωπεία 2. η προσπάθεια εξιλεώσεως, εξευμενισμού με θωπευτικά, παρηγορητικά λόγια … Dictionary of Greek